αναπτυκτος

αναπτυκτος
    ἀναπτυκτός
    ἀνα-πτυκτός
    2
    могущий раскрываться
    

(δίθυρα ὀστρακοδέρματα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναπτυκτος" в других словарях:

  • ανάπτυκτος — ἀνάπτυκτος, ον (Α) αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, να ανοιχθεί …   Dictionary of Greek

  • αναπτυκτός — ή, ό αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυχος — ἀνάπτυχος, ον (Α) ο ανάπτυκτος* …   Dictionary of Greek

  • αναπτυκτικός — ή, ό ο ικανός ή κατάλληλος για ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπτυκτός. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού Γένους Κωνσταντίνο Κούμα (1777 1836)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»